κερατινολυτικό

κερατινολυτικό
το
(φαρμ.) φάρμακο, χρησιμοποιούμενο τοπικά, που έχει την ιδιότητα να διαλύει την κερατίνη και να μαλακώνει την κεράτινη στιβάδα τής επιδερμίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”